- ιθύδικος
- ἰθύδικος, -ον (Α)δίκαιος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικος (< δίκη), πρβλ. αυτό-δικος, φυγό-δικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰθυδίκοιν — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυδίκοις — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυδίκοισι — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυδίκοισιν — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυδίκου — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut gen sg ἰ̱θυδίκου , ἰθυδίκης giving right judgement masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυδίκῳ — ἰθύδικος righteous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek